Επιμνημόσυνος λόγος Υπουργού Άμυνας Μιχάλη Γιωργάλλα στο μνημόσυνο των πεσόντων Κελοκεδάρων

«Όσα σεμνά και θεία νομίζουσιν άνθρωποι, τούτων πατρίς αιτία και διδάσκαλος, γεννησαμένη και αναθρεψαμένη και παιδευσαμένη»,

μας παραθέτει στο «Πατρίδος Εγκώμιον» ο σπουδαίος σοφιστής και φιλόσοφος της αρχαιότητας Λουκιανός.

Γιατί η πατρίδα μαθαίνει στους ανθρώπους όλα όσα θεωρούν στη ζωή τους αξιοσέβαστα και θεία, αφού αυτή τους γέννησε, τους ανάθρεψε και τους μόρφωσε.

Συνεχίζοντας, καταλήγει ότι στις μάχες, η ύψιστη από τους στρατηγούς διαταγή προς τους στρατιώτες, είναι αυτή που τους καλεί να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.  

«Εν ταις μάχαις το μέγιστον εστί παραγγελμάτων τοις παραταττομένοις, ως ωπέρ πατρίδος αυτοίς ο πόλεμος».

Είναι με αισθήματα βαθιάς συγκίνησης και εθνικής περηφάνιας  που συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, στον ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου στα Κελοκέδαρα, για ν’ αποτίνουμε με τον προσήκοντα σεβασμό, τον ελάχιστο φόρο τιμής στους πεσόντες της κοινότητας, που φονεύθηκαν ή έπεσαν μαχόμενοι κατά τη διάρκεια των εθνικών αγώνων της πατρίδας για  ελευθερία.

Για να απονείμουμε τις δέουσες τιμές σε εκείνους τους εύτολμους που με τις πράξεις, τη λεβεντιά και τη θυσία τους, αντιστάθηκαν στον ξένο επιβουλέα και σφράγισαν ανεξίτηλα ιστορικές στιγμές της Κύπρου.

Σε αυτούς που έθεσαν υπεράνω εαυτού και οικογένειας την πατρώα γη και την προάσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας.

Στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους του μόχθου και του μεροκάματου, που ως αυθεντικοί φιλοπάτριδες, την ώρα της κρίσης, πρόταξαν την ανιδιοτελή και ανόθευτη αγάπη για τον τόπο τους, και έδωσαν τη ζωή τους ως σπονδή στο ιερό θυσιαστήριο της ελευθερίας του.

Μνημονεύουμε και τιμούμε σήμερα τα άξια τέκνα της κοινότητας Κελοκεδάρων, που έδωσαν τη ζωή τους στο κάλεσμα για αντίσταση εναντίον του φασισμού την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 55-59, στις αιματηρές διακοινοτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του ‘60 και στη βάρβαρη τουρκική εισβολή, το τραγικό θέρος του 1974. 

Κυρίες και κύριοι,

Η είσοδος της Βρετανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1939, σηματοδότησε και την άμεση εμπλοκή της Κύπρου στον μεγάλο πόλεμο, ως «Αποικίας του Στέμματος», από το 1925. Το κάλεσμα των Βρετανών για κατάταξη εθελοντών στον βρετανικό στρατό με αντάλλαγμα, αφενός την οικονομική αποζημίωση και αφετέρου την ευμενή αντιμετώπιση των εθνικών τους πόθων μετά τη λήξη του πολέμου, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Κυπρίων.

Η συμμετοχή ανήλθε στις 37.000 περίπου, πρωτοφανή αριθμό για τα πληθυσμιακά δεδομένα της περιόδου, αφού αντιπροσώπευε σχεδόν το 10% του πληθυσμού. Οι εθελοντές πολέμησαν σε πολλά μέτωπα της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Πολλοί σκοτώθηκαν και βρίσκονται θαμμένοι σε 49 στρατιωτικά κοιμητήρια σε 18 διαφορετικές χώρες.

Από αρχείο του Συνδέσμου Βετεράνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διαπιστώνουμε ότι 58 από τους 684 κατοίκους των Κελοκεδάρων την περίοδο του 1940, κατετάγησαν εθελοντικά και συμμετείχαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων.

Ο Κώστας Δημήτρη φέρεται να έπεσε στις 30 Νοεμβρίου 1946 σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο. Το όνομά του αναγράφεται σε επιτύμβια στήλη σε στρατιωτικό κοιμητήριο στην πόλη Φαγίντ της Αιγύπτου, όπου και τάφηκε.

Ο Αλέξανδρος Χρυσοστόμου κατατάγηκε τον Ιούνιο του 1940 και στις 19 Απριλίου 1945 φέρεται να σκοτώθηκε στην Αθήνα. Το όνομα του αναγράφεται σε μνημείο στον Άλιμο Αττικής.

Σύντομα, μετά τη λήξη του Παγκόσμιου Πολέμου, οι Βρετανοί αθέτησαν  τις υποσχέσεις τους προς τον Κυπριακό Ελληνισμό. Όλες οι διπλωματικές πρωτοβουλίες Κύπριων πολιτευτών, αλλά και των ελληνικών κυβερνήσεων προσέκρουαν στη βρετανική άρνηση για συζήτηση αναφορικά με το μέλλον του νησιού. Αποκορύφωμα της βρετανικής αδιαλλαξίας υπήρξε η δήλωση του Υπουργού Αποικιών, Χένρυ Χόπκινσον, στη Βουλή των Λόρδων, όταν στις 28 Ιουλίου του ’54 ανέφερε το περιβόητο «ουδέποτε».

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ από το 1955 έως το 1959 αποτέλεσε  μια από τις πιο κρίσιμες, αλλά και αξιοθαύμαστες περιόδους της κυπριακής ιστορίας. Οι στρατιωτικές επιτυχίες μιας δράκας απειροπόλεμων νεαρών ανταρτών, χωρίς επαρκή μέσα, εναντίον μιας πανίσχυρης στρατιωτικά υπερδύναμης, προκάλεσε αφενός παγκόσμιο θαυμασμό και αφετέρου ενεργοποίησε τον  διεθνή παράγοντα, ώστε ν’ αναζητήσει την επίλυση του ζητήματος.

Μπορεί η λήξη του αγώνα των Κυπρίων να μην δικαίωσε τον στόχο για ένωση με την Ελλάδα, οδήγησε όμως στην παραχώρηση της ανεξαρτησίας του νησιού και στην ίδρυση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960.

Στη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Παναγιώτης Διομήδους, τα  ξημερώματα της  30ης  Μαΐου 1956, άφησε την τελευταία του πνοή έξω από το σπίτι του στην Πάφο, από πυρά αγγλικής περιπόλου. Λόγω της οχληρίας που προκαλούσαν οι Άγγλοι κατά τη διάρκεια ερευνών, ο Παναγιώτης παρά τον κατ’ οίκον περιορισμό, αναγκάστηκε να βγει έξω από το σπίτι του για να δει τι συμβαίνει. Χωρίς προφανή λόγο δέχθηκε πυροβολισμούς με αποτέλεσμα τον θάνατό του, μπροστά στα μάτια της έντρομης συζύγου του.

Από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας αναδύθηκαν αρκετά, δυσεπίλυτα προβλήματα. Προβλήματα που οφείλονταν καταρχήν σε αδυναμίες του Συντάγματος και δυσχέραιναν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, θέτοντας σοβαρά και πολλές φορές ανυπέρβλητα εμπόδια στο κυβερνητικό έργο.

Επιπλέον, οι ετεροβαρείς πρόνοιες των Συμφωνιών της Ζυρίχης από τη μια και η πολιτική υπονόμευσής τους από την Τουρκία από την άλλη, δημιούργησαν ένα έντονα διχαστικό κλίμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

Έτσι, τρία χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους, τα Χριστούγεννα του 1963, ξέσπασαν ένοπλες διακοινοτικές συγκρούσεις, αρχικά στη Λευκωσία και ακολούθως σε όλη την επικράτεια του νησιού, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τη δημόσια υπηρεσία, και την απομόνωσή τους σε περίκλειστους θύλακες.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, μέχρι το καλοκαίρι του ‘64, και ενώ τα αιματηρά επεισόδια συνεχίζονταν, η Τουρκία, η οποία επεξεργαζόταν σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου, προχώρησε στη δημιουργία προγεφυρώματος στην περιοχή  Κοκκίνων – Μανσούρας, για τη μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού και υλικού.

Οι ένοπλες συγκρούσεις του Αυγούστου του ‘64 και ο βάρβαρος βομβαρδισμός της περιοχής της Τηλλυρίας από την τουρκική αεροπορία, αποτέλεσαν την πρώτη ένοπλη επιδρομή εναντίον του κυπριακού κράτους.

Τα γεγονότα της Τηλλυρίας και οι συνεχιζόμενες μεθοδεύσεις της Άγκυρας επιβάρυναν ακόμα περισσότερο το κλίμα στις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, δημιουργώντας έντονη αβεβαιότητα για το μέλλον για της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον λαό της.

Κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου των διακοινοτικών ταραχών η κοινότητα των Κελοκεδάρων θρήνησε τη δολοφονία τριών δικών της ανθρώπων.

Του Κώστα Γεωργίου Φωτίου, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα θύματα απρόκλητης επίθεσης, στα γνωστά γεγονότα στον Μούταλλο, στις 7 Μαρτίου 1964, όταν χωρίς προφανή λόγο, Τουρκοκύπριοι στασιαστές άνοιξαν πυρ εναντίον αμάχων Ελληνοκυπρίων, που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν για ψώνια στο παζάρι της πόλης.

Τρία χρόνια αργότερα, στις 24 Ιουλίου 1967, ο Παντελής Πούρου που υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά ως Καταδρομέας, μετέβηκε με άδεια στο σπίτι του, γιατί η μητέρα του Αντιγόνη αρρώστησε βαριά και έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Πάφου για περίθαλψη.

Εκείνη την περίοδο ο δρόμος Κελοκεδάρων – Πάφου ήταν κλειστός από ένοπλους Τούρκους, στο ύψος του χωριού Σταυροκόννου.  Ο Παντελής και η μητέρα του επιβιβάστηκαν σε ταξί και ακολούθησαν εναλλακτική διαδρομή για να αποφύγουν τη Σταυροκόννου. Ανακόπηκαν από τους Τούρκους στη διασταύρωση των δρόμων Νικόκλειας – Χολετριών και δολοφονήθηκαν άνανδρα και αναίτια, εντός του οχήματος που επέβαιναν.

Κυρίες και κύριοι,

Τη δεκαετία του 60, πέραν των διακοινωτικών συγκρούσεων η κατάσταση επιβαρύνθηκε περισσότερο με τον εμφύλιο διχασμό στην πλευρά μας.

Αποκορύφωμα το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, το οποίο κατέλυσε τη δημοκρατία και τη νομιμότητα στην Κύπρο και άνοιξε διάπλατα την πόρτα στον Αττίλα, για να εισβάλει πέντε μέρες αργότερα και να σπείρει τον θάνατο, την καταστροφή και τον όλεθρο.

Η κοινότητα Κελοκεδάρων, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, θρήνησε τον αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς, λοχαγό τότε, Ανδρέα Αρέστη, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους πρώτους αξιωματικούς της Δύναμης που χάθηκαν στο πεδίο της μάχης, το μαύρο εκείνο καλοκαίρι.

Ο Αντρέας Αρέστη ταγμένος στην υπηρεσία της πατρίδας, πολέμησε σε όλους τους αγώνες της Κύπρου, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστο θάρρος και αυταπάρνηση.

Όντας μαθητής, συμμετείχε στον αγώνα της ΕΟΚΑ, κατά τη διάρκεια του οποίου συνελήφθη και φυλακίστηκε για μεταφορά εκρηκτικών υλών.

Το 1961, εντάχθηκε μαζί με άλλους συναγωνιστές του στον νεοσύστατο Κυπριακό Στρατό, με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Έλαβε μέρος στις μάχες της Λευκωσίας τα Χριστούγεννα του ’63  και στις μάχες της Τηλλυρίας το καλοκαίρι του ’64.

Το 1974, με τον βαθμό του λοχαγού υπηρετούσε ως υποδιοικητής του 70 Τάγματος Μηχανικού.

Παρόλο που ανήκε στο Μηχανικό, στις 19 Ιουλίου έλαβε διαταγή από το ΓΕΕΦ να αποσπαστεί στο 261 Τάγμα Πεζικού στο χωριό Γαληνή. Στη Μονάδα δόθηκε αποστολή να ενεργήσει προς εξουδετέρωση τουρκοκυπριακών θυλάκων και αποτροπή δημιουργίας ισχυρού μετώπου στα μετόπισθεν της Εθνικής Φρουράς.

Στις 21 του μήνα διατάχθηκε μαζί με τους λιγοστούς άνδρες της Μονάδας να διενεργήσει επίθεση για κατάληψη του χωριού Λιμνίτης, το οποίο αποτελούσε ισχυρό τουρκικό οχυρό του θύλακα Κοκκίνων, και στο οποίο στρατοπέδευαν υπέρτερες σε μέσα και σε αριθμό δυνάμεις.

Ο Αντρέας Αρέστη γνώριζε εκ των προτέρων ότι η αποστολή που αναλάμβανε ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Κάποιοι τη χαρακτήρισαν αδύνατη.

Έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με θάρρος και τόλμη, πειθαρχημένος και ευσυνείδητος υπάκουσε στις διαταγές.

Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, την επόμενη ημέρα, ο ηρωικός λοχαγός τραυματίστηκε θανάσιμα από τα εχθρικά πυρά. Πέρασε στην αθανασία μαχόμενος, τιμώντας τον όρκο του Έλληνα αξιωματικού να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσια της πατρίδος, μέχρι «τελευταίας ρανίδας του αίματος». Μεταφέρθηκε στον Σταθμό Διοικήσεως του Τάγματος και από εκεί στο νοσοκομείο Μόρφου, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Τάφηκε στο νέο κοιμητήριο της κωμόπολης.

Tα οστά του εκταφιάστηκαν αργότερα από το κοιμητήριο της Μόρφου, μεταφέρθηκαν στις ελεύθερες περιοχές και ταυτοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος εκταφής της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων. Ενταφιάστηκαν με τιμές στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, το 2019.

Μετά θάνατον του απονεμήθηκε ο βαθμός του ταγματάρχη, στη συνέχεια επ’ ανδραγαθία ο βαθμός του συνταγματάρχη, το 2020 ο βαθμός του Υποστρατήγου και το 2022 ο βαθμός του Αντιστράτηγου.

Στις 22 Ιουνίου 2016, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου έλαβε το πολεμικό στρατιωτικό μετάλλιο «Χρυσό Αριστείο Ανδρείας», καθώς επέδειξε απαράμιλλο ηρωισμό στο πεδίο της μάχης, πέραν και υπεράνω του καθήκοντος, θυσιαζόμενος για την προάσπιση της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας.

Συμπατριώτισσες και συμπατριώτες,

Η πατρίδα αποτελούσε το υψηλότερο ιδανικό για τους ένδοξους προγόνους μας.

«Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἀπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον», μας παραθέτει ο Πλάτων στον διάλογο του Σωκράτη με τον Κρίτωνα.

 «Ουδέν γλύκιον ής πατρίδος», αναφέρει επίσης στο «Εγκώμιον» του ο Λουκιανός.

Πράξεις πατριωτισμού και αυταπάρνησης είναι καταγεγραμμένες σε όλη την ιστορική πορεία της πατρίδας μας. Από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, όπου πέρασαν από το νησί πολλοί κατακτητές.

Οι πεσόντες των Κελοκεδάρων, που μνημονεύουμε σήμερα, κατατάσσονται δικαίως στις χρυσές δέλτους των ηρωομαρτύρων της Κύπρου.

Αποτελούν με τη σειρά τους ψηφίδες που συνθέτουν εκείνο το περίλαμπρο ψηφιδωτό του Ελληνισμού, στο οποίο απεικονίζονται θέματα για την φιλοπατρία, το κλέος, το θάρρος, την τόλμη, την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό.

Το σημερινό μνημόσυνο αποτελεί ταυτόχρονα και υπόμνηση αυτοσυνειδησίας, για τη δική μας ευθύνη έναντι των ηρώων μας και έναντι της ιστορίας.

Στεκόμαστε με συγκίνηση, ευγνωμοσύνη, αλλά και με περισυλλογή μπροστά στο μεγαλείο της θυσίας τους.

Θέλουμε να μεταλάβουμε από το νόημά της για να προσδιορίσουμε το δικό μας χρέος και τις δικές μας ευθύνες.

Η πατρίδα μας βιώνει για μισό σχεδόν αιώνα τις συνέπειες της τουρκικής κατοχής.

Βιώνουμε τη συστηματική καταστροφή των περιουσιών και του πολιτισμού μας. Βιώνουμε τον παράνομο εκτουρκισμό κάθε ελληνικού στοιχείου στις κατεχόμενες περιοχές.

Η Τουρκία έχοντας υιοθετήσει μια αναθεωρητική πολιτική επιχειρεί τη δημιουργία νέων τετελεσμένων στο έδαφός μας.

Επιχειρεί να επιβάλει την πολιτική της, καταστρατηγώντας κάθε έννοια δικαίου και ηθικής και παραβιάζοντας διεθνείς συνθήκες.

Τα τελευταία γεγονότα στην Πύλα, με την απρόκλητη, καταδικαστέα από τον διεθνή παράγοντα, επίθεση εναντίον μελών της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά ότι η Άγκυρα, αρνείται πεισματικά να σεβαστεί τα συμφωνηθέντα που θα οδηγήσουν στη  διαδικασία των συνομιλιών, με τελικό στόχο την επίλυση του κυπριακού.

Ως Κυβέρνηση, παρά τις αντιξοότητες, παρά τις προκλήσεις και παρά την αρνητική στάση της άλλης πλευράς, έχουμε καθήκον και υποχρέωση να καταβάλουμε όλες μας τις δυνάμεις με στόχο την άρση της κατοχής, την απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας.

Όπως έχει αναφέρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης στην ομιλία του στην 78η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη, το μόνο αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση του κινδύνου αστάθειας που δημιουργείται από την απουσία ειρηνευτικής οδού, είναι η προώθηση της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει ο ΟΗΕ, ως κινητήρια δύναμη, διορίζοντας αρχικά, απεσταλμένο για το Κυπριακό, ο οποίος θα διερευνήσει και θα προετοιμάσει το έδαφος.

Σαφώς σ’ αυτή την προσπάθεια μπορεί να συμβάλει και η  Ευρωπαϊκή Ένωση, δρώντας αποφασιστικά με όλα τα μέσα που διαθέτει, ως ένας οργανισμός που προάγει την ειρήνη, με στόχο την αποκατάσταση της νομιμότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο.

Φίλες και φίλοι,

Κουβαλούμε την ανεξόφλητη ιστορική επιταγή της απελευθέρωσης της πατρίδας μας και της αποκατάστασης της ιστορικής μας συνέχειας στην πατρώα γη.

Το οφείλουμε στους ήρωές των Κελοκεδάρων που μνημονεύουμε σήμερα, το οφείλουμε σε όλους τους ήρωες μας που από ψηλά, αναμένουν τη δικαίωση των αγώνων και των θυσιών τους.

Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεπληρώσουμε το χρέος απέναντι σ’ αυτούς που με το παράδειγμα και τη θυσία τους, μας υπέδειξαν τον δρόμο της ευθύνης και του αγώνα.

Αιωνία ας είναι η μνήμη τους και η δόξα που τους συνοδεύει.