Είναι με ιδιαίτερη συγκίνηση που εκφωνώ σήμερα τον επιμνημόσυνο λόγο για τον προασπιστή της δικαιοσύνης και σύμβολο μαχητικότητας Θεόφιλο Γεωργιάδη, εκ μέρους του Υπουργού Άμυνας, ο οποίος λόγω άλλης ανειλημμένης υποχρέωσης και παρά την περί του αντιθέτου επιθυμία του, δεν κατέστη δυνατόν να βρίσκεται σήμερα εδώ μαζί σας.

 

«[…] Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,                       

Τίποτε δεν είναι, αν στητή μεν’ η ψυχή κι ολόρθη.

Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,

Κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο […]».

 

Ανακαλώντας στη μνήμη τους στίχους του Διονύσιου Σολωμού από το ποίημά του «Η Ελληνίδα μητέρα», με αισθήματα βαθιάς συγκίνησης και εθνικής υπερηφάνειας προσήλθαμε σήμερα στον Ιερό Ναό Αποστόλου Ανδρέα, για ν’ αποδώσουμε τις πρέπουσες τιμές, σ’ ένα γνήσιο τέκνο της ελευθερίας.

Στον διεθνιστή οδοδείκτη της πρέπουσας πορείας προς την απελευθέρωση των σκλαβωμένων λαών.

Γιατί, όπως μας υποβάλλει και μας διδάσκει ο εθνικός μας ποιητής, τίποτε δε μπορεί να θεωρηθεί χαμένο εάν η ψυχή - εκεί που φωλιάζει η πιο δυνατή μας θέληση για αγώνα - μείνει αλώβητη στο πέρασμα του χρόνου, όταν όλα τ’ άλλα φθίνουν, ξεθωριάζουν και χάνονται.

Κι αυτό γιατί η ψυχή δε μπορεί να υποκατασταθεί από τίποτε άλλο.

Το ίδιο και η καρδιά, όπως αυτή μεταφράζεται στην αγάπη για την πατρίδα και το συνάνθρωπο.

 «Περίεργο πράγμα η καρδιά», έγραψε ο ποιητής μας Κώστας Μόντης.

«Όσο τη σπαταλάς, τόσο περισσότερη έχεις».

Και αν κάτι χαρακτήριζε τον Θεόφιλο Γεωργιάδη, αυτό ήταν το απέραντο απόθεμα ψυχής και καρδιάς που τηρούσε για κάθε δύσκολη ώρα.

Είκοσι εννέα χρόνια πέρασαν από τη στυγερή δολοφονία του. Η φωνή του όμως δε σίγησε.

Την ακούμε ακόμα και τον θυμόμαστε, σε κάθε αγώνα για υπεράσπιση της εθνικής μας αξιοπρέπειας.

Την ακούμε ακόμα, καθαρή και στεντόρεια, να καλεί με αδάμαστη θέληση και ανυποχώρητη δύναμη σε αντίσταση στην κάθε μορφής υποταγή.

Ο Θεόφιλος πίστευε και αγωνιζόταν για την αναγέννηση του Ελληνισμού.

Πίστευε και αγωνιζόταν για την απελευθέρωση της Κύπρου.

Πίστευε και εφάρμοζε τις πανανθρώπινες αξίες και τα υψηλά του ιδεώδη, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να τις μετουσιώσει σε έργα, προς όφελος της ελευθερίας της πολύπαθης πατρίδας μας.

Γνώριζε ασφαλώς πολύ καλά τον ελλοχεύοντα κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, ενσυνείδητα και με αποφασιστικότητα τάχθηκε στην υπηρεσία της πατρίδας και της τιμής, οπλισμένος με τις αθάνατες αξίες και τα ιδανικά του Ελληνισμού.

Αποτέλεσε έναν από τους πρωτοπόρους της κίνησης που διαμορφώθηκε πριν τριάντα χρόνια στην Κύπρο. Αυτής, που ήθελε την πατρίδα μας διεκδικήτρια, και όχι μεμψίμοιρη και περιθωριοποιημένη απέναντι στα εθνικά ζητήματα.

Αυτής, που ήταν βέβαιη ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να πετύχει πολλά και να αποκτήσει το ρόλο που του αξίζει στην ευρύτερη περιοχή. Που γνώριζε ότι η αλληλεγγύη στους λαούς που καταπατούνται τα δικαιώματά τους, στους Κούρδους, τους Έλληνες του Πόντου και τους Αρμένιους μπορούσε να ενδυναμώσει τον ίδιο τον Κυπριακό Ελληνισμό.

Και μπορεί να μην είχε καμία εγγύηση για την προσωπική του ασφάλεια, αλλ’ αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο για τον ίδιο.

Από μικρός γαλουχήθηκε με τα ιδανικά της φιλοπατρίας και της δημοκρατίας. Από πολύ νωρίς είχε ζυμωθεί με την ατελεύτητη, αέναη εκείνη μαγιά του Ελληνισμού που γεννάει τους ήρωες.

Από τον πατέρα του, αγωνιστή της ΕΟΚΑ Χαράλαμπο Γεωργιάδη, παρόντα σε όλους τους αγώνες της πατρίδας για ελευθερία και δημοκρατία, κληρονόμησε τη διευρυμένη πατριωτική αντίληψη, τη μεγάλη του πίστη στις ιδέες και αξίες που έχουν το πραγματικό νόημα της ζωής. Τις ιδέες εκείνες για τις οποίες αργότερα, μεγαλώνοντας, αφιέρωσε εξ ολοκλήρου τη δύναμη και την ψυχή του.

Η στοργική εικόνα της μάνας του, Έλλης Γεωργιάδη, σφράγισε ανεξίτηλα με τιμιότητα και θρησκευτικότητα τη σκέψη του, και υπήρξε καθοριστική για την αγάπη του για τον αδικημένο και ανήμπορο να υπερασπιστεί τον εαυτό του συνάνθρωπο.

Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1957. Μεγάλωσε στον Τράχωνα της Λευκωσίας. Η τουρκική εισβολή του 1974 ανάγκασε την οικογένειά του, όπως και χιλιάδες άλλους πρόσφυγες να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και τις περιουσίες τους και να εγκατασταθούν στο ελεύθερο μέρος της Κύπρου.

Η Κερύνεια, ο Πενταδάκτυλος, η Αμμόχωστος, η Καρπασία και όλα τα κατεχόμενά μας μέρη κλείστηκαν μια και διά παντός μέσα του. Το διπλό κακό της εισβολής και κατοχής της πατρίδας είχε στιγματίσει την νεανική του ψυχή. Αυτός ήταν ο λόγος που έθεσε σαν στόχο ζωής τον αγώνα για απόδοση δικαιοσύνης και απελευθέρωση της Κύπρου. Την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι το δράμα της προσφυγιάς και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν φαινόμενο παγκόσμιο, και πολλοί λαοί ανά την οικουμένη, υπέφεραν από την στέρηση βασικών ελευθεριών τους.

Αποφοιτώντας το 1975 από το Παγκύπριο γυμνάσιο κατατάχθηκε στην Εθνική Φρουρά και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως Έφεδρος Αξιωματικός στις Δυνάμεις Καταδρομών. Ακολούθως, μετέβη στην Αθήνα, όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και αργότερα, εξειδικεύτηκε στην Τουρκολογία στη Γαλλία και τη Γερμανία.

Επιστρέφοντας στην Κύπρο, προσλήφθηκε στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, ως Λειτουργός Τύπου στο Τμήμα Τουρκικών Θεμάτων.

Έγραψε πληθώρα άρθρων για το Κυπριακό πρόβλημα, τον αγώνα των Κούρδων, τη γενοκτονία των Ποντίων και το Αρμενικό ζήτημα. Το όραμά του ήταν να βοηθήσει με κάθε τρόπο και κάθε του δύναμη τους πληθυσμούς που είχαν υποστεί γενοκτονίες, βιαιότητες και καταπάτηση των ανθρωπίνων τους δικαιωμάτων από τον Τουρκικό ζυγό.

Απτόητα, άκαμπτα και αλύγιστα προχώρησε σε ολομέτωπη μάχη, μέσω της αρθρογραφίας, των συνεντεύξεων και των συνεδρίων και διαδηλώσεων που διοργάνωνε.

Συντάχθηκε με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα και έγινε βασικό στέλεχος του δημοσιογραφικού του οργάνου στην Αθήνα, του περιοδικού «Φωνή του Κουρδιστάν». Αποτέλεσε ταυτόχρονα ιδρυτικό μέλος της Κυπριακής Επιτροπής Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν. Ο διεθνής αγώνας του για ανάδειξη του πραγματικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, αλλά και η επιρροή που ασκούσε, σύντομα τον κατέστησαν στόχο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Αποκορύφωμα της προσπάθειάς του αποτέλεσε η διοργάνωση του Συνεδρίου των Βρυξελών, στις 12 και 13 Μαρτίου του 94. Εκεί αποκάλυψε στοιχεία σχετικά με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη στέρηση της ελευθερίας και την παράνομη κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και την καταπίεση του κουρδικού λαού.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1994, στην άλλοτε οδό Θουκυδίδη στην Αγλαντζιά, ο Θεόφιλος έπεσε νεκρός με πέντε σφαίρες από το χέρι πληρωμένου δολοφόνου από τις Τουρκικές Μυστικές Υπηρεσίες.

Έπεσε νεκρός, αλλά το πνεύμα του παραμένει μέχρι και σήμερα ολόρθο, ολοζώντανο, καθοδηγούμενο από τον  μεστό λόγο του Ίωνα Δραγούμη: «Θέλω να είμαι ωραίο δείγμα ανθρώπου Έλληνος. Να, σκοπός μιας ζωής! Δουλεύοντας για τον Ελληνισμό, δουλεύω για τον εαυτό μου. […] Πρέπει να φαντάζομαι ότι, από εμένα μόνο εξαρτάται η σωτηρία του Έθνους. Και εάν δεν ήμουν εγώ δεν θα ήταν κανένας άλλος να το σώσει[…]».

Στην κηδεία, το φέρετρο του 37χρονου δολοφονημένου ιδεολόγου πατριώτη - διεθνιστή σκέπασε ανάλαφρα η ξεθωριασμένη ιερή γαλανόλευκη σημαία, που για χρόνια κυμάτιζε περήφανα στον ιστό των Φυλακισμένων Μνημάτων, στα άγια των Αγίων του Κυπριακού Ελληνισμού.

Τιμημένη οικογένεια του Θεόφιλου Γεωργιάδη,

Ελληνίδες και Έλληνες,

«Πάντα, πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη» μας υποβάλει ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης. Από αυτή τη φωτιά διήλθε και ο Θεόφιλος Γεωργιάδης, επιβεβαιώνοντας την τραγική αλήθεια που ορίζει την αθανασία να ζητά τον πρόωρο θάνατο.

Σ’ όλη του την πορεία ταυτίστηκε με τον αγώνα για ελευθερία και εθνική αξιοπρέπεια. Το προσωπικό του παράδειγμα αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους νεότερους. Γιατί από την ημέρα της δολοφονίας του και έπειτα, ο ασυμβίβαστος αγωνιστής της ελευθερίας Θεόφιλος Γεωργιάδης, δεν ανήκει μόνο στην πενθούσα, μαυροφορεμένη οικογένειά του, στους οικείους, στους φίλους και συναγωνιστές τους. Αποτελεί κομμάτι της συλλογικής μνήμης ολόκληρου τον Ελληνισμού, ολόκληρου του Κουρδικού λαού και ολόκληρου του κόσμου.

Με τη θυσία του μας κληροδότησε μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη αξιών. Μια κιβωτό φιλοπατρίας, δημοκρατίας, ανθρωπισμού και έμπνευσης για το δρόμο της προσφοράς και του καθήκοντος.

Παραλαμβάνοντας την αιματοβαμμένη σκυτάλη που μας παρέδωσε 29 χρόνια πριν, οφείλουμε με τη σειρά μας να ανανεώσουμε τον όρκο για αγώνα, μέχρι την τελική δικαίωση της πατρίδας μας.

Δε μπορούμε σε καμία περίπτωση να επιδείξουμε πνεύμα συμβιβασμού με το σημερινό στάτους κβο της κατοχής και της διχοτόμησης.

Οφείλουμε με αφοσίωση και πιστά προσηλωμένοι στο στόχο μας να πράξουμε ό,τι είναι δυνατόν, ούτως ώστε να αρθεί το αδιέξοδο, να επαναρχίσουν οι συνομιλίες και μέσα από ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο να πετύχουμε την πολυπόθητη λύση του κυπριακού προβλήματος.

Μια λύση βιώσιμη και λειτουργική, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και χωρίς ξένες εγγυήσεις.

Μια λύση που δε θα επιτρέπει επεμβατικά δικαιώματα, αλλά θα αποκαθιστά πλήρως την ενότητα της πατρίδας και του λαού μας. Θα κατοχυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες όλων των νόμιμων πολιτών της, σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος. 

Η ιστορία μας διδάσκει ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα προκύπτει μόνο όταν ο Ελληνισμός ενωμένος, με ομοψυχία και στοχοπροσήλωση αγωνίζεται προς επίτευξη του κοινού σκοπού.

Έτσι, λοιπόν, ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Θεόφιλου Γεωργιάδη, οφείλουμε σήμερα να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις και να αποδειχθούμε αντάξιοι των κρίσιμων καιρών που διάγουμε.

Με το βλέμμα στραμμένο σε ένα μέλλον ειρήνης, ασφάλειας, προόδου και ευημερίας για όλους τους Κυπρίους, ανανεώνουμε την υπόσχεση συνέχισης του αγώνα μέχρι την τελική απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου μας.

Αυτό μας έχει διδάξει η αδάμαστη θέληση, ο ένθερμος ζήλος, η ευγενής ανιδιοτέλεια και ο μέχρι τέλους αγώνας του Θεόφιλου Γεωργιάδη.

Αιωνία ας είναι η μνήμη και η δόξα που θα τον συνοδεύει!!